- ἐπάγεται
- ἐπάγωbring onpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
ευεπάγωγος — εὐεπάγωγος, ον (Α) αυτός που επάγεται εύκολα, που συμπεραίνεται εύκολα («φήσας εὐεπάγωγος εἶναι πρὸς τὸ κριθέν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αγωγος (< επ άγω)] … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
παλεύω — (I) και παλαίβω 1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τόν νικήσω 2. επιδίδομαι στο αγώνισμα τής πάλης 3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.) 4. (κατ… … Dictionary of Greek
πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
ισότοπα — Ατομικοί πυρήνες που έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, και επομένως τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά διαφέρουν ως προς τον αριθμό των νετρονίων. Επειδή η ατομική μάζα καθορίζεται από το άθροισμα των πρωτονίων και των νετρονίων του πυρήνα, τα ι. έχουν … Dictionary of Greek